ΟΙ ΚΥΠΡΙΕΣ – Μικέλλα Χαρτουλάρη (ΤΑ ΝΕΑ 9 Ιουλίου 2012)
«Ηταν μια ομορφκιά η ζωή μας, ήταν ούλλα δικά μας, ενώ πόδα, όπου πατήσουμεν εν το ‘ρίζουμε, κόρη μου…».
Η Ελισάβετ είναι μια ελληνοκύπρια πρόσφυγας από την Καρπασία αλλά δεν είναι τσακισμένη. Η ζωή της υπήρξε σκληρή από την αρχή και άλλαξε δραματικά, όμως εκείνη ποτέ δεν θα καταραστεί ούτε τον άντρα της που «ήταν χουβαρτάς», ούτε τη μοίρα της ούτε κι εκείνους που την ξεσπίτωσαν.
Δεκαοκτώ γυναίκες σαν κι αυτήν, Ελληνοκύπριες αλλά και Τουρκοκύπριες, που έχασαν τις σταθερές τους και τις αναφορές τους, αδικήθηκαν και ξεριζώθηκαν, όμως δεν νικήθηκαν από την Ιστορία, άνοιξαν την καρδιά τους στην κύπρια συγγραφέα Νίκη Μαραγκού. Ετσι προέκυψαν οι «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» (εκδ. Το Ροδακιό), ένα βιβλίο-διαμάντι, που πάλλεται από τις τραγουδιστές φωνές της Μαρίας, της Μαρίτσας, της Μαρούλας, της Μαρίκκας, της Εμινέ ή της Ναζίμ κ.ά. και διασώζει μια εικόνα της Κύπρου που μένει έξω από τις ιστορικές ή κοινωνιολογικές μελέτες. Από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και διαφορετικές περιοχές, οι γυναίκες αυτές ιχνηλατούν το παρελθόν τους για να επιβιώσουν στο παρόν. Ολες τους προκομμένες, «εν τζιαί εκάθουνταν λεπτόν», διηγούνται τη ζωή τους αναδεικνύοντας την αλληλεγγύη των δύο κοινοτήτων πριν να τις χωρίσουν τα τραγικά γεγονότα του 1974. Η αποικιοκρατία, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η εισβολή χωνεύονται μέσα στην καθημερινότητά τους και φωτίζονται «από τα κάτω» όχι με τα πολιτικά αλλά με τα υπαρξιακά τους χαρακτηριστικά. Αντίθετα δηλαδή απ’ ό,τι συμβαίνει με τα συνήθη βιβλία-μαρτυρίες, εδώ η έμφαση δεν είναι στο «τι» και το «πώς» της Ιστορίας αλλά σε όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, στα εκ πρώτης όψεως ασήμαντα πράγματα της καθημερινής ζωής που διαμορφώνουν τη συνέχεια μέσα στις ρήξεις, στις καταστροφές, στους πολέμους και στις συγκρουσιακές καταστάσεις.
Η Ελισάβετ θα ξαναεπισκεφθεί το χωριό της έπειτα από 30 χρόνια και θα καμαρώσει τον φράχτη και το αυτόματο πότισμα που έβαλε στο περιβόλι της ο τούρκος έποικος και τα λαχανικά που φύτεψε στο παλιό της βασίλειο. Κι όταν εκείνος θα της πει απολογητικά «ήρταμεν δκυό τζιαί εγινήκαμεν δεκαέξι…», εκείνη θα δείξει κατανόηση. Μέσα της όμως κρατά πάντα τη γεύση από τα μούρα της αυλής της, κι εκεί επιστρέφει στα όνειρά της. Σε μια εποχή ρευστή σαν τη σημερινή, όπου οι βεβαιότητες καταρρέουν, γυναίκες σαν την Ελισάβετ, σαν τη Δήμητρα που δίδασκε αγγλικά στις βίλες των Εγγλέζων, σαν τη Μουσεϊντέ Χανούμ που έζησε κρυμμένη από την Εθνική Φρουρά στις σπηλιές των Κόκκινων, τη Μαρούλα που έκανε τον σύνδεσμο στον αγώνα της ΕΟΚΑ μεταφέροντας με χίλιες προφυλάξεις αλληλογραφία, την Κοραλλία που έχασε τη μνήμη της, εγκλωβισμένη είκοσι μήνες στο σπίτι της από τους εποίκους, μοιάζουν να γνωρίζουν διαισθητικά ότι το σωστό και το δίκαιο είναι αυτό που υπηρετεί τις ανάγκες της συμβίωσης, της φροντίδας του άλλου, της αγάπης για τον τόπο.
Ψυχή επί 27 χρόνια (1980-2007) του παρεμβατικού βιβλιοπωλείου Κοχλίας στη Λευκωσία η 63χρονη σήμερα συγγραφέας είχε επιλέξει μια αντίστοιχη προσέγγιση και στο πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της, το «Γεζούλ» (στα αραβικά σημαίνει «όλα χάνονται», εκδ. Εστία), παντρεύοντας τις παράλληλες αφηγήσεις δυο γυναικών του 19ου και του 21ου αιώνα. Ωστόσο τώρα δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη συγγραφική επινόηση. Η Μαραγκού συνάντησε ξανά και ξανά αυτές τις γυναίκες, κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, κατέγραψε τα λεγόμενά τους κρατώντας τη διάλεκτό τους, και η μόνη της παρέμβαση ήταν να αφαιρέσει τις επαναλήψεις από τις ιστορίες τους και να προσθέσει υποσελίδιες σημειώσεις με την ερμηνεία κάποιων λέξεων. Ο αναγνώστης δεν κουράζεται λοιπόν ούτε στιγμή διότι ο λόγος των γυναικών αναδύεται τόσο ζωντανός, ώστε προσεγγήζει αυτό το βιβλίο με όλες του τις αισθήσεις
ΚΑΙ ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ
Οταν άνοιξαν τα οδοφράγματα στις 23 Απριλίου 2003, η Νίκη Μαραγκού ήταν στο τρίτο αυτοκίνητο που πέρασε στα Κατεχόμενα και δεν έπαψε ποτέ να έχει φιλίες με Τουρκοκύπριους. Ετσι και οι γυναίκες σε τούτο το βιβλίο. Οι τουρκοκυπριακές αφηγήσεις είναι μονάχα τρεις αλλά συνταρακτικές. Διότι καταδεικνύουν πόσο στενές ήταν οι σχέσεις γειτνίασης ανάμεσα στις δύο κοινότητες και πόσο συχνά οι Ελληνοκύπριοι βοήθησαν τους Τουρκοκύπριους. Αντίθετα, όπως αφήνουν να εννοηθεί, η ένοπλη οργάνωση ΕΟΚΑ υποδαύλιζε τον διχασμό και τη σύγκρουση των κοινοτήτων.
Η Μουσεϊντέ Χανούμ, που ακόμη περιμένει τις Αρχές να της φτιάξουν το σπίτι στον Αγιο Θόδωρο, θυμάται μια νύχτα του 1964 που οι συγχωριανοί της βγήκαν από την εκκλησία και άρχισαν να πυροβολούν τους τουρκοκύπριους γείτονές τους. Εκείνη, κατέφυγε με τα παιδιά της στα Κόκκινα και έμεινε δώδεκα χρόνια «στους σπήλιους». Δεν έφταιγαν, λέει σήμερα στη Μαραγκού, τους εξανάγκασαν απειλώντας τους. Αλλά ξεχωρίζει έναν ελληνοκύπριο γείτονά της. «Ο γιος του Λουΐζου, έφυεν με το αυτοκίνητό του τζιαί εχώστη μες στα όρη για να μεν αναγκαστεί να μας παίξει (σκοτώσει)…».
Η Ναζίφ που ξεσπιτώθηκε και εγκαταστάθηκε με τον άντρα της σε ένα διαμέρισμα στην Αμμόχωστο, μιλάει τούρκικα και από κυπριακά ξέρει μονάχα τη φράση «σαν τα αδέρφκια». Σε μια φωτογραφία εμφανίζεται μαζί με τη φίλη της τη Βασιλού, που ο «σιωφέρης» άντρας της μετέφερε τα μικρά κι από τις δύο κοινότητες στο διπλανό χωριό για το σχολείο. Μέχρι που η ΕΟΚΑ «είπεν του να μεν παίρνει τα Τουρκούδκια». Κι εκείνος επειδή ήταν εντάξει άνθρωπος αλλά και φοβόταν να παρακούσει, πήρε τη Βασιλού «και εξενητεύτηκαν στην Αυστραλία». Οποτε όμως έρχονται στην Κύπρο, δεν παραλείπουν να τους επισκεφθούν.
Η Εμινέ πάλι, το 1963, όταν άρχισαν οι φασαρίες ξεσπιτώθηκε από την Ποταμιά, βρήκε ένα διαμέρισμα στη Λευκωσία, άφησε όμως τα παιδιά της με τους παππούδες και επέστρεψε με τον άντρα της στην Ποταμιά απ’ όπου πάλι ξεσπιτώθηκαν το 1974 και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε ένα σπίτι ελληνικό στο Ακάκι. «Να με γίνει όμως πόλεμος», λέει σήμερα, «τζι’ εν πειράζει, να τα ξηχάσουμεν».
ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ
Η οικονομική κρίση επηρεάζει σε πολλά επίπεδα την κυπριακή κοινωνία και ο κόσμος έχει αρχίσει να συζητά ανοιχτά τα λάθη του παρελθόντος», μου έλεγε η Νίκη Μαραγκού. Aυτή η ανοιχτόκαρδη γυναίκα, που έχει το στυλ έφηβης, είναι μια καθαρόαιμη Ευρωπαία που εδώ και χρόνια καλλιεργεί το είδος faction=fiction+facts, διασώζοντας πρόσωπα και στιγμές της κυπριακής ζωής, συχνά στηριγμένη σε αυτοβιογραφικό υλικό.
Κόρη γιατρού από την Αμμόχωστο, η μάνα της από την Κοζάνη, σπούδασε Κοινωνιολογία στο Βερολίνο. Ηταν 32 χρονών όταν κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή της («Τα από κήπων»), 43 χρονών όταν μεταπήδησε στα διηγήματα («Μια στρώση άμμου») και 50 όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;». Εδώ πρωταγωνιστεί ο θείος της Ευάγγελος Λουίζος, λόγιος από την Αμμόχωστο της συντροφιάς του Σεφέρη, του Κατσίμπαλη, του Ελύτη κ.ά. Σήμερα, με ένα πλήθος βιβλίων στο ενεργητικό της και με δικό της ιστότοπο, η Μαραγκού υποχωρεί σε δεύτερο πλάνο για να αφήσει τον λόγο στις γερόντισσες του τόπου της. Αυτές οι γυναίκες, που έρχονται από το παρελθόν κουβαλώντας τα παραδοσιακά κυπριακά ήθη και έχουν προσαρμοστεί στο μέλλον, υπενθυμίζουν πόσο πολύτιμα είναι τα πλούτη της ψυχής και της φύσης που δένουν μια κοινωνία σε πείσμα των διαφορών της.