Μιά Στρώση Άμμου
Τις γιορτές του Πάσχα ή των Χριστουγέννων τις περνούσα συχνά στην Αμμόχωστο, στο σπίτι του θείου Μήτσου. Ο Μήτσος ήταν ο μικρότερος αδελφός του πατέρα μου και είχε αναλάβει μετά από επιμονή του παππού το ξυλεμπορικό κατάστημα του. Στην πραγματικότητα ο Μήτσος δεν ήθελε ποτέ να γίνει έμπορας, το όνειρο του ήταν να σπουδάσει Φιλολογία στο Παρίσι ή στην Αθήνα, ο παππούς όμως δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για όλα αυτά. Ο καβγάς ανάμεσα τους πήρε τέλος με μια παρέμβαση του πατέρα μου, τριτοετούς φοιτητή της Ιατρικής στη Βιέννη, που απειλούσε, εν όψει της εμμονής του Μήτσου στη Φιλολογία, να παρατήσει την Ιατρική και να αναλάβει αυτός το ξυλεμπορικό. Αυτό, φαίνεται, συνέφερε τον Μήτσο που πήρε την απόφαση να γραφτεί στην Ανωτάτη Εμπορική, στο Παρίσι. Εκεί, με φιλολογικές
συζητήσεις και βόλτες σε παλαιοβιβλιοπωλεία, προσπαθούσε να ξεπεράσει πλήξη που του προκαλούσε η λογιστική και τα οικονομικά. Όταν πήρε το πτυχίο του, γύρισε στην Κύπρο, ανέλαβε το μαγαζί, έγινε δημοτικός σύμβουλος και παντρεύτηκε τη θεία Μπέμπα, Ελληνίδα της Αιγύπτου από το Πορτ Σάιντ.
Το σπίτι που έχτισαν ήταν από τα πρώτα στην παραλία της Αμμοχώστου μαζί με την παράγκα του Ευάγγελου Λουίζου, το Ναυτικό Όμιλο, το εγγλέζικο κλαμπ και το παραθαλάσσιο σπίτι του παππού, που αργότερα έγινε χαρτοπαικτική λέσχη και ονομάστηκε «Λευκός Πύργος». Τότε που η παραλία δεν είχε ακόμα γεμίσει με ξενοδοχεία και αναψυκτήρια και τζουκ μποξ, το δικό τους ήταν ένα τεράστιο σπίτι με μια μεγάλη βεράντα με λευκές κολόνες που τέλειωναν στη θάλασσα, όπου τρώγαμε συχνά τις Κυριακές το καλοκαίρι πιλάφι μιλανέζα, ψητό και σαλάτες που στο κέντρο είχαν το φύλλο μιας ντομάτας τυλιγμένο σαν τριαντάφυλλο, ή άλλες φορές, το χειμώνα, στην τραπεζαρία με τους γαλάζιους τοίχους και τους πίνακες του Πολ Γεωργίου σε μπλε και ώχρες. Είναι αυτούς τους πίνακες που περιεργαζόμουν τα βράδια που έλειπαν από το σπίτι, τις ακουαρέλες και τις παλιές γκραβούρες στους διαδρόμους, που μάζευε ο θείος από κάποια παλαιοπωλεία του Παρισιού ή της Αλεξάνδρειας, όπου ευλαβικά δυο και τρεις φορές το χρόνο απίθωνε τα κέρδη του ξυλεμπορικού, ή έμπαινα στο δικό του δωμάτιο το γεμάτο βιβλία και περιοδικά με μια λάμπα μικρή στο κομοδίνο, που πιανόταν στις σελίδες επάνω του βιβλίου για να φέγγει μόνο εκεί πλάι στο κρεβάτι, που ήταν στενό και ασκητικό με μια καφετιά κουβέρτα, ενώ αντίθετα της θείας ήταν πλατύ με πουπουλένιο στρώμα και δαντέλες. Άλλες φορές τα βράδια ή τα πρωινά που η θεία ακόμα κοιμόταν ή έλειπε στα μαγαζιά κατέβαινα στη βιβλιοθήκη, όπου ο Μήτσος είχε συγκεντρώσει όλο τον καημό του της Φιλολογίας.
Η βιβλιοθήκη ήταν δρύινη με βαριές μεταξωτές πορτοκαλιές κουρτίνες που φιλτράριζαν το φως, εκεί ήταν μαζεμένα βιβλία ιστορικά, λογοτεχνικά, αλλά κυρίως αφηγήσεις ταξιδιωτών που πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, τον Λίβανο, την Κύπρο, άλλα σε περγαμηνές, άλλα με παλιές ημερομηνίες, είχα μάθει να διαβάζω τις λατινικές ημερομηνίες, «1687 Βενετία», αυτά τα πιο παλιά είχαν και μια δική τους μυρωδιά. Πολλά βιβλία τα έστελνε στην Αθήνα για συντήρηση και βιβλιοδεσία και γύριζαν πίσω με σχέδια πάνω στο δέρμα και χρυσά γράμματα στη ράχη.
Κάποια μέρα, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, έπεσα πάνω σ’ ένα με μικρά σχέδια γαλάζια και κεραμιδιά, φοίνικες, μαιάνδρους, μπαλκόνια που κοσμούσαν κάποια περίεργα ποιήματα, μόλις είχα μπει τότε στο Γυμνάσιο, ένιωθα μια κρυφή απόλαυση διαβάζοντας τα, τόσο που μου ‘γινε συνήθειο σαν άδειαζε το σπίτι να κατεβαίνω στη βιβλιοθήκη και να διαβάζω αυτά και όχι άλλα, τότε άρχισα σ’ ένα τετράδιο να αντιγράφω τα ποιήματα, στην αρχή τα αντέγραφα πιστά, ύστερα άρχισα να κάνω παραλλαγές, κι αυτές τις παραλλαγές τις νόμιζα δικά μου γραψίματα. Έτσι άρχισα να γράφω. Μερικά χρόνια αργότερα ο Μήτσος μού χάρισε το βιβλίο με τα ποιήματα του Καβάφη, ήταν η πρώτη έκδοση του 1935 με τα σχέδια του Τάκη Καλμούχου, αυτό είναι και το μόνο βιβλίο που διασώθηκε από τη βιβλιοθήκη, από το 1974 που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Αμμόχωστο, δε μάθαμε ποτέ τίποτα, ούτε για το σπίτι, ούτε για τα βιβλία, το μόνο σίγουρο είναι ότι η περιοχή δεν έχει κατοικηθεί, σίγουρα θα ‘χει χορταριάσει η βεράντα και τα βιβλία, αν είναι ακόμα εκεί, θα ‘χουν καλυφθεί με μια στρώση άμμου.