Γεζούλ
Ξεκίναγα από Ασωμάτων και έφτανα στον Κεραμικό κοιτάζοντας τα σπίτια, τους δρόμους, τους Αέρηδες από την Αιόλου, να δω με τα δικά της μάτια, να αποκλείσω τα μαγαζιά, τους νέγρους με τις τσάντες, τα Benneton, τα Bodyshop, να δω τη θέα της Ακρόπολης όπως θα την έβλεπε εκείνη από τα διάφορα σημεία του δρόμου. Και καμιά φορά στεκόμουν έκθαμβη μπροστά σε κάποιο κτήριο, κάποια εσοχή του δρόμου, κάποιο ετοιμόρροπο μπαλκόνι με μια αίσθηση λες και ήθελαν κάτι να μου πουν σε μια γλώσσα που όμως δε γνώριζα, που δεν ήμουν σε θέση να αποκρυπτογραφήσω. Περπάταγα λες και ήμουν τυφλή για όλα τα σημερινά, και τα μάτια έψαχναν να βρουν αυτά που δεν διακρίνονται εύκολα, τα κρυμμένα και παλιά.
Ένα σύγχρονο βιβλίο καμωμένο με παλιά υλικά, σαν ένα κέντημα με φθαρμένες κλωστές. Μια συνειρμική γραφή ταξιδεύει τον αναγνώστη στην Αθήνα του 19ου αιώνα, στην Αίγινα, την Κέρκυρα, το Μεσολόγγι, την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την Αμμόχωστο του μεσοπολέμου, και στο σήμερα των Bodyshop και των Starbucks.
Ιστορικές λεπτομέρειες φωτίζουν ξαφνικά μια ολόκληρη εποχή και έτσι γίνεται το μυθιστόρημα αυτό και ένας οδηγός της Αθήνας και συγχρόνως μια σπουδή για το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, καθώς η συγγραφέας ανοίγει στον αναγνώστη τα χαρτιά της.
Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι η Τερέζα Μακρή (Λούλα) που ενέπνευσε τον Βύρωνα, χωρίς το όνομά του να αναφέρεται πουθενά στο βιβλίο. Παρακολουθούμε την ανάδυση της γυναίκας αυτής πέρα από την εποχή της. Η αφήγηση ξεκινά αργά, σαν ένα μουσικό κομμάτι, και κορυφώνεται για να φτάσει σε κρεσέντο στο τέλος του βιβλίου.
Ένα βιβλίο γραμμένο με γνώση, ανθρωπιά και διαίσθηση, ένα βιβλίο στο οποίο ο αναγνώστης θα επιστρέφει.
A contemporary novel, like a patchwork made up of remnants, an embroidery from left over threads. A work pieced together from half-remembered and rediscovered scraps of history: The book invites the reader on a journey to the 19th century Athens, to Aegina, Corfu, Constantinople, Cairo, Famagusta, St. Petersburg, but also the contemporary world of Starbucks and Bodyshop. The main character is Teresa Macri, (Loula) the Maid of Athens for whom Lord Byron wrote:
Maid of Athens, ere we part,
Give, oh, give back my heart!
Or, since that has left my breast,
Keep it now, and take the rest!
Byron stayed in her house in Athens in 1809 and 1810, although he is not mentioned by name in the book. He is referred to as the “Englishman”. The author follows the steps of Teresa Macri parallel with the life of a contemporary woman in Athens”