Navigate / search

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΓΕΝΝΑΡΗΣ 2011

Στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι έβλεπα πια γύρω μου Ασιάτες. Ινδές κυρίες με κομψά σάρι, φιλιππινέζες οικιακές βοηθούς, άνδρες με πολύχρωμα σαρίκια, νέγρους με χρωματιστά ρούχα. Στον ιμάντα που περίμενα τη βαλίτσα μου έφταναν μαζί με τις βαλίτσες μπόγοι ραμμένοι και δεμένοι με σπάγκους. Έφτασα πρωί στο Δελχί με μια κούραση από το ολονύχτιο ταξίδι. Στο αεροδρόμιο με περίμενε η αδελφή μου η Μαρίνα. Οι δρόμοι με μια αίσθηση σκόνης, χάος η κυκλοφορία, πηγαίναμε προς το νότιο Δελχί, στο σπίτι της. Δεξιά και αριστερά στο δρόμο, παράγκες, ανοιχτοί οχετοί, φτάσαμε σε μια περιοχή με πράσινο, με πινακίδες που έγραφαν «φάρμα». Ένα σπίτι της αποικιοκρατίας. Προγευματίσαμε, μου έδειξε το σπίτι, ήταν περίεργο αίσθημα να δω κάποια έπιπλα της μαμάς, σ αυτό το μακρινό σπίτι. Το πορτραίτο που ήταν πάνω στο τζάκι, την τραπεζαρία, το μπουφέ. Όλα ωραία τακτοποιημένα με το ταλέντο που έχει η Μαρίνα να φτιάχνει σπίτια σε διάφορα μέρη του κόσμου. Προγευματίσαμε και ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ήθελε να μου δείξει μια περιοχή κοντά στο σπίτι της κτισμένη από τον Feroz Shah τον 14ο αιώνα. Τεμένη και μεντρεσέδες μέσα σε ένα πάρκο με σκίουρους, μια λίμνη και στο βάθος η σιλουέτα της πόλης. Ένα μέρος του κτιρίου επισκευαζόταν. Οι εργάτες έκαναν διάλειμμα παίζοντας χαρτιά. Πιο κάτω ένας εργάτης έκανε το μπάνιο του. Παρ όλο το κρύο, εμείς φορούσαμε μπουφάν, είχε γδυθεί, λιγνό μελαμψό κορμί, με ένα μαύρο εσώρουχο, σαπουνίστηκε, και με μια κούπα έριχνε απάνω του κρύο νερό από ένα βαρέλι για να ξεπλυθεί. Στην περιοχή άνοιξαν τελευταία ωραία καταστήματα με αντίκες και υπέροχα ινδικά υφάσματα. Το είδα και σε άλλες περιοχές αργότερα αυτό το φαινόμενο, τη συνύπαρξη αυτή του παλιού και του νέου. Μέσα σε έναν χωματόδρομο, με ανοικτούς οχετούς με ζώα, ξαφνικά διαβάζω Swiss bakery. Από κει αγόραζε η Μαρίνα το ψωμί αφού ο οδηγός για να φτάσει εκεί έμπαινε στο αντίθετο ρεύμα των αυτοκινήτων που δεν σταματούσε ποτέ. Κόντευε μεσημέρι και η Μαρίνα άρχισε να ανεβαίνει μια φθαρμένη και λερωμένη σκάλα, την ακολούθησα χωρίς να καταλαβαίνω που με πήγαινε, ανεβήκαμε έξι ορόφους και φτάσαμε σε μια ταράτσα που είχε μετατραπεί σε εστιατόριο με θαυμάσια θέα. Όλα τα τραπέζια ήταν κατειλημμένα, αλλά σε λίγο βρήκαμε τραπέζι και ήρθαν τα μυρωδάτα ψωμιά και τα κάρυ. Κοιμηθήκαμε νωρίς το βράδυ γιατί θα φεύγαμε την επομένη για τη Τζαιπούρ όπου θα παρακολουθούσαμε το Φεστιβάλ λογοτεχνίας που οργανώνεται εκεί κάθε Ιανουάριο.
Δεν είχε ακόμα ξημερώσει όταν φτάσαμε στο σταθμό του τραίνου, όχι του κεντρικού αλλά ενός μικρού στο νότιο Δελχί. Μέσα στο ημίφως του σταθμού μπόγοι και άνθρωποι περίμεναν το τραίνο. Το τραίνο γεμάτο, έτσι που είχαμε δυσκολία να βρούμε χώρο για τις αποσκευές, μόλις τακτοποιηθήκαμε ήρθε ένα θέρμος με ζεστό νερό και τσάι, μπισκότα και καραμέλες. Ακολούθησαν εφημερίδες και φαγητό ζεστό. Κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, κέτσαπ στον δίσκο και το μενού γραμμένο σε παλιομοδίτικα αγγλικά, στο τέλος του βαγονιού έγραφε «Pantry» δηλαδή κελάρι, μια λέξη που σπάνια πια θα ακούσει κανείς στην Αγγλία. Καθώς ξημέρωνε προσπαθούσα να δω το τοπίο από τα βρώμικα τζάμια του τραίνου. Διάβασα στην Times of India έξυπνα και καλογραμμένα άρθρα αλλά μια είδηση μου έκοψε την ανάσα. Νεαροί που πήγαιναν να δώσουν εξετάσεις, δεν βρήκαν θέση στο τραίνο ταξίδευαν στην οροφή, και καθώς περνούσαν από μια χαμηλή γέφυρα σκοτώθηκαν. Και πιο κάτω στην εφημερίδα, ένας παππούς πιστεύοντας πως το σπίτι είναι δαιμονισμένο έβαλε τα δυο εγγόνια του στη φωτιά, μετά από υπόδειξη του σχετικού γκουρού και τα δυο παιδάκια κάηκαν. Μια στήλη στην εφημερίδα είναι πάντα αφιερωμένη στη φιλοσοφία με αποσπάσματα από τον Πλάτωνα και τον Σαίξπηρ μέχρι τον Woody Allan. Δίπλα μου μια νεαρή Ινδή σχεδίαζε μια ιστοσελίδα στον υπολογιστή της. Τι χώρα!!! Φτάσαμε τη Τζαιπούρ, το ξενοδοχείο συμπαθητικό κοντά σε ένα χαοτικό δρόμο. Αφήσαμε τα πράγματα μας και φύγαμε για το Φεστιβάλ για να προλάβουμε την ομιλία της Githa Hariharan, που είχα γνωρίσει πριν χρόνια στην Κύπρο και είχα αγαπήσει τα βιβλία της. Ο χώρος του Φεστιβάλ το παλάτι Ντίγκι, με τεράστιες τέντες σε όλα τα χρώματα. Η Githa μιλούσε σε μια τέντα με ντιβάνια και μαξιλάρια, σε χρώματα ροζ, πορτοκαλιά, κόκκινα. Ακολούθησε μια μέρα με ομιλίες. Δεν προλάβαμε τον Ορχάν Παμούκ, αλλά άκουσα με μεγάλο ενδιαφέρον την Jung Chang (Αγριόκυκνοι) να μιλά για την Κίνα και τις εμπειρίες της και για το νέο βιβλίο της για τον Μάο. Ο άντρας της ο Jon Halliday συμπλήρωνε με τις δικές του ιστορίες για τον Μάο.
Η Jung Chang περίγραψε με πολύ μελανά χρώματα τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο εκατομμυρίων κινέζων. «Ήμουν τότε ηλεκτρολόγος, είπε, δεν είχαμε όμως σωστή εκπαίδευση και έτσι έπαθα πέντε ηλεκτροσόκ σε ένα μήνα». Έκλεισε όμως την ομιλία της λέγοντας ότι ο Μάο αγαπούσε τα βιβλία και το κρεβάτι του ήταν με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένο που το μισό ήταν γεμάτο βιβλία. Ο Τζο Αντερσον μίλησε για το βιβλίο του για τον Τσε. Πως ξεκίνησε δουλεύοντας για τους λεπρούς στον Αμαζώνιο. Ο Liaquat Ahamed για το βιβλίο του που κέρδισε το βραβείο Πούλιτσερ για την οικονομική κρίση του 1929. Χωρίς να έχω κανένα ενδιαφέρον για οικονομικά θέματα τυχαία παρακολούθησα γοητευμένη τον έξοχο ομιλητή. Πολλές παρουσιάσεις είχαν σχέση με την Ινδική ιστορία και πολιτισμό. Ο Patrik French μίλησε για το βιβλίο του «India a portrait», μια οικεία βιογραφία 1.2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Με εντυπωσίασε η παρουσίαση της νεαρότατης αγγλίδας Alex von Tunzelman. Το βιβλίο της Indian Summer αφηγείται τη σχέση της Edwina Mountbatten, συζύγου του Άγγλου αντιβασιλέα με τον Nehru στα δύσκολα εκείνα χρόνια που οδήγησαν στον διαχωρισμό της Ινδίας με το Πακιστάν και στην μετακίνηση 12 εκατομμυρίων ανθρώπων. «Τελικά ήταν ερωτευμένοι;» ρώτησε ο παρουσιαστής, «χωρίς αμφιβολία», απάντησε η συγγραφέας που είχε μελετήσει την αλληλογραφία τους. «Υπήρξαν εραστές;», συνέχισε, «έχει σημασία;» απάντησε η Alex von Tunzelmann. «Όχι αλλά είναι τόσο ενδιαφέρον», είπε ο παρουσιαστής. Ο Νομπελίστας Coetzee διάβασε μια ιστορία για κάποιον που επισκέπτεται τη μάνα του που έχει πολλές γάτες, το μήνυμα ήταν ότι κάθε ζωντανό έχει δικαίωμα να ζήσει, δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα σε μια χώρα που ο έλεγχος των γεννήσεων είναι αναγκαίος. Αυτό που ήταν εκπληκτικό ήταν να βλέπεις νεαρά παιδιά, μαθητές, φοιτητές να κάνουν ουρές για να τους υπογράψει ένας συγγραφέας το βιβλίο του, να παρακολουθούν τις συζητήσεις, να κάνουν έξυπνες ερωτήσεις. Οι εφημερίδες είχαν μεγάλη κάλυψη του Φεστιβάλ με πρωτοσέλιδα, αναφορές στις διάφορες εκδηλώσεις και ακόμα κουίζ του τύπου «Ποιος συγγραφέας του Φεστιβάλ έχει στο βιβλίο του τον χαρακτήρα τάδε». Τα βραβεία για τις σωστές απαντήσεις ήταν υπογραμμένα βιβλία συγγραφέων. Το Φεστιβάλ ήταν ανοικτό για όλους χωρίς είσοδο και χωρίς κανένα πρωτόκολλο. Δεν υπήρχαν κρατημένες θέσεις και πολλοί παρακολουθούσαν τις ομιλίες όρθιοι. Τα μεσημέρια στα μπουφέ όποιος δεν έβρισκε θέση, έτρωγε όρθιος. Οι διοργανωτές που ξεκίνησαν το Φεστιβάλ αυτό το 2004 με 40 ακροατές δεν υπολόγιζαν την επιτυχία που θα είχε φτάνοντας σήμερα τους 50.000 επισκέπτες. Στο Ντίγκι Πάλας, ένα παλάτι 280 χρόνων, είχαν στηθεί τέσσερεις μεγάλες τέντες μέσα στις οποίες γίνονταν οι ομιλίες. Γίνονταν συγχρόνως τέσσερεις παρουσιάσεις. 113 συνολικά από τις 21-25 Ιανουαρίου. Επί πλέον είχαν καλέσει διάφορες οργανώσεις και καταστήματα να στήσουν περίπτερα με είδη χειροτεχνίας, ρούχα, φαγώσιμα, έτσι που το όλο πράγμα θύμιζε μια μεγάλη γιορτή. Ένας άντρας με λευκό τουρμπάνι σέρβιρε από ένα τεράστιο καζάνι τσάι μασάλα σε μικρά πύλινα δοχεία. Στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού τέσσερεις πασσάλοι και μια τέντα γινόταν κατάστημα με ρούχα.
Πηγαίναμε από το ξενοδοχείο στο Ντίγκι Πάλας με ρίκσο, μοτοσυκλέτα με κάθισμα για δυο άτομα. «Κοπιάστε στο ελικόπτερο μου, φώναζε ο νεαρός του ρίκσο, σήμερα δεν θα πετάξουμε, θα σας πάρω από τον δρόμο». Δεξιά και αριστερά στα πεζοδρόμια έβλεπα κάπου κάπου άστεγους, να κοιμούνται, γυναίκες να μαγειρεύουν ανάβοντας φωτιά ανάμεσα σε δυο τούβλα. Μικρά παιδιά κυκλοφορούσαν γυμνά από τη μέση και κάτω παρ’ όλο το κρύο. Στη μέση του χαοτικού δρόμου, όπου 3-4 σειρές από αυτοκίνητα και ρίκσο, κορνάροντας συνεχώς τρύπωναν δεξιά και αριστερά έβλεπα κάποτε κάποιον να κοιμάται στην κεντρική νησίδα του δρόμου. Τυλιγμένοι σε κουβέρτες σαν σε σάβανο οι άστεγοι και γύρω τους ζώα, σκυλιά, σκουπίδια.
Ψυχή και επίκεντρο του Φεστιβάλ ήταν εμπνευστής και διοργανωτής του William Dalrymple. Ένας άνθρωπος με μια εκπληκτική ζωντάνια, από τους καλύτερους συγγραφείς ταξιδιωτικής λογοτεχνίας έδωσε τον τόνο στο Φεστιβάλ με τις επιλογές που έκανε. Σε πολλές περιπτώσεις λάμβανε μέρος στο πάνελ, δίνοντας μια ανάλαφρη νότα, με έξυπνες παρεμβάσεις και χωρίς την παραμικρή σοβαροφάνεια. Το βιβλίο του “City of Djinns” μια εκπληκτική περιγραφή του Δελχί, ήταν για μένα το κλειδί για την Ινδία. Έβλεπα παντού κόσμο να το διαβάζει. Το τελευταίο του βιβλίο που έχει τον τίτλο “Nine Lives, In search of the Sacred in Modern India” μιλά για εννιά περιπτώσεις Ινδών αφιερωμένων στη θρησκεία, είναι μια περιήγηση στην βαθειά πνευματικότητα αυτής της χώρας. Το διάβασα στην πτήση της επιστροφής και ούτε κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Είναι ένα βιβλίο που με συγκλόνισε. Έγραψε σε ηλικία 22 ετών το πρώτο βιβλίο του «Στο Ξαναντού». Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Στο «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου» ξεκίνησε από το Άγιο Όρος ακολουθώντας την πορεία ενός μοναχού όπως περιγράφεται το Λειμωνάριο του Μόσχου. Αυτό που έκανε το Φεστιβάλ τόσο ζωντανό ήταν η επιλογή των θεμάτων. Δημοσιογράφοι, ιστορικοί, έδιναν έναν ξεχωριστό τόνο, χωρίς βέβαια να παύει η λογοτεχνία να είναι στο επίκεντρο αυτών όλων. Οι παρουσιαστές που ήταν κυρίως Ινδοί, και συχνά γυναίκες με εντυπωσίαζαν με τις γνώσεις τους, την τέλεια χρήση της αγγλικής γλώσσας, το χιούμορ και την ευφράδεια τους. Οι ερωτήσεις ήταν συχνά προκλητικές και ήθελαν σκέψη για να απαντηθούν. Ήταν γενικά για μένα που έχω πλήξει αφόρητα σε Φεστιβάλ και σκέφτηκα σοβαρά να τα κόψω πια, μια πνοή φρέσκου αέρα αναπάντεχου, που καθόλου δεν το υποψιάστηκα, ούτε το περίμενα. Άκουσα για παράδειγμα την Rachel Polonsky να μιλά για το βιβλίο της Molotov’s Magic Lantern, μια περιδιάβαση στην Ρωσική ιστορία που την εμπνεύστηκε όταν ζώντας για δέκα χρόνια στη Μόσχα ανακάλυψε ότι στο πάνω πάτωμα είχε ζήσει ο Μολότοφ και βρίσκονταν ακόμα εκεί τα βιβλία και τα χαρτιά του. Άκουσα τον Antony Sattin να μιλά για το βιβλίο του A winter on the Nile, που το έγραψε όταν ανακάλυψε ότι η Φλώρενς Ναιτινγκέιλ και ο Φλωμπέρ είχαν ταξιδέψει ταυτόχρονα με το ίδιο ποταμόπλοιο στον Νείλο. Άκουσα τον Vikram Seth να μιλά για το βιβλίο του A suitable boy, με όλη την ευφράδεια και αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στο Δελχί, που η μητέρα του ήταν δικαστής και συγγραφέας. Μιλούσε με χιούμορ και ταπεινοφροσύνη, και ένοιωσα ότι ήταν η ενσάρκωση της παράδοξης αυτής χώρας. Ο Μάρτιν Αμις είπε μιλώντας για βιογραφίες ότι η ζωή είναι το πόδι και η λογοτεχνία το παπούτσι, ο David Finkel μίλησε για το πρόσφατο βιβλίο του για τους αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ. Έζησε μαζί τους και περιέγραψε πως αυτά τα νεαρά παιδιά μεταβάλλονταν μέσα σε μερικούς μήνες σε διαλυμένους ανθρώπους. Γυρίζοντας στο Δελχί, άκουγα όλη τη νύχτα τα παγώνια. Το σπίτι ήταν κρύο γιατί τα σπίτια στο Δελχί είναι καμωμένα για το μακρύ ζεστό καλοκαίρι με συστήματα κλιματισμού και γυρισμένα προς τον βορρά για να μην έχουν ήλιο. Τα δυο τρία καλοριφέρ αδύνατον να το ζεστάνουν. Έτσι κυκλοφορούσα τυλιγμένη με τις πασμίνες από το Πάσιουμ που θα πει χνούδι από το Κασμίρ που αγόρασα. Βροχή δεν πέφτει μετά από τους μουσώνες που διαρκούν δυο περίπου μήνες Ιούλιο, Αύγουστο. Έτσι τα δέντρα, οι δρόμοι είναι για ένα χρόνο περίπου γεμάτα σκόνη. Μέχρι να ξαναβρέξει.
Το επόμενο πρωί η Μαρίνα είχε κανονίσει με τον Ράτσα να μας περιμένει στην είσοδο του Κόκκινου Κάστρου για να μας ξεναγήσει στο παλιό Δελχί. Μας περίμενε με το ρίκσο του. Καθίσαμε στις δύο θέσεις και ο Ράτσα πατούσε τα πετάλια του ποδηλάτου με δύναμη, έτσι που συχνά ήταν όρθιος πάνω στη σέλλα. Μπήκαμε στο στενά δρομάκια του παζαριού που ήταν γεμάτα κόσμο, παιδιά, ρίκσο, ποδήλατα, αγελάδες, μοτοσικλέτες. Ο Ράτσα έτρεχε σαν δαιμονισμένος, φωνάζοντας, χειρονομώντας και κορνάροντας, έτσι που μπροστά μας οι διάφοροι άνοιγαν δρόμο για να περάσει. Στα στριψίματα του δρόμου, χωρίς να βλέπει καθόλου τι ερχόταν απέναντι δεν έκοβε καθόλου ταχύτητα και με έναν θαυμαστό τρόπο, εκεί που νόμιζα ότι είναι σίγουρη η σύγκρουση, έκοβε ταχύτητα το ρίκσο που ερχόταν απέναντι, έπεφτε κι ο πεζός στο μαγαζί και περνούσαμε. Ο δρόμος ήταν χώμα ή άσφαλτος, γεμάτος λακκούβες στις οποίες κάθε φορά που πέφταμε χτυπούσα το κεφάλι μου στο σίδερο του ρίκσο. Περάσαμε την αγορά των μπαχαρικών, την αγορά των μεταξωτών, την αγορά των κοσμημάτων, την αγορά για είδη γάμου. Μικρά μαγαζάκια, με φανταχτερά ρούχα με χιλιάδες πέρλες, καθρεφτάκια, στολίδια, κάτω ένα πάπλωμα λευκό και οι πελάτες αφού έβγαζαν τα παπούτσια τους κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα. «Θα σας πάρω να δείτε πως είναι ένα παλιό σπίτι ένα «χαβέλι» από μέσα, μας είπε, πήρα την άδεια από τον ιδιοκτήτη, και μας κατέβασε μπροστά από μια χαμηλή πόρτα. Ένας κύριος με μαλλιά βαμμένα κόκκινα με χέννα μας άνοιξε και μας ξενάγησε στο σπίτι του. «Εδώ ζούσε ένας από τους συντρόφους του Γκάντι, μας είπε, μικρά δωμάτια με ανοίγματα για αερισμό για τους αφόρητους μήνες του καλοκαιριού που στο Δελχί το θερμόμετρο ανεβαίνει στους 45 βαθμούς με τρομερή υγρασία. Από μια σκάλα ανεβήκαμε στο πάνω δωμάτιο όπου είχε πασμίνες από το Κασμίρ. Στο διπλανό δωμάτιο είδα έναν άντρα τυλιγμένο με κουβέρτα να
καπνίζει ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Περάσαμε από το δωμάτιο, στο διπλανό κρεβάτι κοιμόταν μια γυναίκα χωρίς να μας δώσουν καμιά σημασία. Πάνω στο κομοδίνο ήταν ένα χοντρό λεξικό της Αγγλικής Cassels Dictionary. Τα δωμάτια έβγαιναν σε μια αυλή, που ήταν ήσυχη μέσα στο χάος της πόλης. Στο τέμενος των Τζάιν έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας, και να μην έχουμε τίποτε απάνω μας που να είναι καμωμένο από δέρμα ζώου, για να μπούμε. Το τέμενος είχε μέσα ένα νοσοκομείο για πληγωμένα πουλιά. Για τους Τζαιν και την αυστηρή θρησκεία τους έμαθα πολλά διαβάζοντας το πρώτο αφήγημα στο “Nine lives”.
Το απόγευμα πήγαμε με τα σκυλιά περίπατο στη γειτονιά. Ψηλοί τοίχοι έκρυβαν τις «φάρμες» που δεν ήταν πια φάρμες αλλά σπίτια που κατοικούσαν πλούσιοι Ινδοί ή ξένοι. Από ένα μοναστήρι των Σινγκ ακούγονταν ψαλμωδίες, πιο κάτω ένα κέντρο για θρησκειολογία είχε ένα πάρκο με διάφορους θεούς. Ανάμεσα σ αυτούς έναν Χριστό που καθημερινά του άλλαζαν τα φορέματα του. Το σπίτι του Dalrymple ήταν στο τέλος ενός αγροτικού δρόμου όπου τρείς γυναίκες τοποθετούσαν τούβλα. Τα στοίβαζαν πέντε πέντε πάνω στην κεφαλή τους και τα μετέφεραν. Με τα μακριά τους σάρι δεν ξέρω πως δεν σκοντάφτουν πατώντας τα. Το σπίτι είχε στα δεξιά έναν περιποιημένο λαχανόκηπο, με το σπιτάκι του φρουρού. Ανυψωμένο γρασίδι οδηγούσε στη βεράντα με ένα στρωμένο τραπέζι. Του άφησα κάποια βιβλία ευχαριστώντας τον για το ωραίο Φεστιβάλ.
Την Κυριακή πήγαμε στο βόρειο Δελχί να δούμε τις περιοχές όπου κατοικούσαν οι Άγγλοι. Το αγγλικό νεκροταφείο γεμάτο μικρούς παιδικούς τάφους.
Go home my parents, and shed no tears
I must lie here, till Christ appears
short was my time, long be my rest
Christ took me when he thought best. Ημερομηνία 25.5.1858

Φαίνεται πως δεν επιβίωναν τα μικρά παιδιά με τις αρρώστιες. Πολλοί τάφοι αγνώστων με το «deo notus», τους γνωρίζει ο Θεός. Το Coronation memorial που στήθηκε για την στέψη του Γεωργίου 5ου σαν «αυτοκράτορα των Ινδιών» το 1911 ασυντήρητο, χορταριασμένα και σπασμένα τα αγάλματα των αντιβασιλέων, νεαροί Ινδοί παίζουν κρίκετ. Στο παλιό ξενοδοχείο Ομπερόι αγγλικά εδέσματα και ασημένια σκεύη στο τραπέζι. Παπαγάλοι πετούν ανάμεσα στα δέντρα.
Την τελευταία μέρα της παραμονής μου η Μαρίνα κανονίζει να πάμε να δούμε το Salaam Baalak. Είναι ένα κέντρο που φροντίζει παιδιά του δρόμου. Μας περιμένει ένα συμπαθητικό παιδί ο Σατέντερ, που ήταν κι αυτός παιδί του δρόμου, έμεινε στο κέντρο, πήγε σχολείο, και τώρα δουλεύει για το κέντρο. Γύρω στα 30 παιδιά φτάνουν καθημερινά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Δελχί που έχουν φύγει από το σπίτι τους, συχνά κακοποιημένα, κοιμούνται στις πλατφόρμες, τρων ότι βρουν. Ο ίδιος έφυγε από το σπίτι του στα 13 του χρόνια γιατί ο πατέρας του τον έδερνε. Ήρθε στο Δελχί ταξιδεύοντας 8 ώρες όρθιος κλειδωμένος στην τουαλέτα. Κοιμόταν στους δρόμους και φοβόταν να εμπιστευθεί οποιονδήποτε γιατί είχε ακούσει ιστορίες για απαγωγές παιδιών που τα σακατεύουν για να ζητιανεύουν. Όταν τον πλησίασαν κάποιοι από το Salaam Baalak δεν ήθελε στην αρχή να τους ακολουθήσει, φοβόταν, αλλά σιγά σιγά τον έπεισαν. Τον έστειλαν στο σχολείο, έμαθε αγγλικά, και τώρα βοηθά στην οργάνωση. Μου έκανε εντύπωση η αυτοπεποίθηση, το χιούμορ του και η περηφάνια που είχαν οι κινήσεις του. Από κάτι στενοσόκακα ανεβήκαμε στον χώρο που έχουν τα παιδιά. Δυο μεγάλα δωμάτια γυμνά, τα παιδιά καθισμένα κάτω έβλεπαν τηλεόραση. Ένας μικρός μου θύμισε τον εγγονό μου. Τον ρώτησα πως ήρθε, από πού; Δεν θυμόταν τίποτε, μου μετέφρασε ο Σατέντερ. Μέσα στο αυτοκίνητο όπου μας περίμενε υπομονετικά ο οδηγός, είχαμε τα Lego που έστειλαν από την Ελβετία οι φίλες της Μαρίνας για τα παιδιά. Η ιστοσελίδα τους είναι www.salaambaalak.com
Στην Ινδία έμαθα να πίνω μασάλα τσάι.
Βράζεις ένα φλιτζάνι νερό και ένα γάλα μαζί με τρία κομμάτια κάρδαμο και ένα κομμάτι τζίντζερ που τα έχεις κοπανίσει στο γουδί. Όταν πάρουν 2-3 βράσεις προσθέτεις 1-2 κουταλάκια τσάι και ένα ζάχαρη, βράζεις ακόμα λίγο και το σουρώνεις. Υπέροχο!

Leave a comment

name*

email* (not published)

website

3 + nine =