Ο δαίμων της πορνείας – Νάσα Παταπίου
Παρουσίαση του βιβλίου της Νίκης Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας από την
ποιήτρια Νάσα Παταπίου. (Καστελιώτισσα, Πέμπτη, 7 Φεβρουαρίου, 2008, ώρα
7.30 μ.μ.).
Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
Παρέα με τον γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
Φύτεψα φέτος τριανταφυλλιές
Αντί να γράφω ποιήματα
Την εκατόφυλλη από το σπίτι με το πένθος
Στον άγιο Θωμά
Την εξηντάφυλλη που έφερε ο Μίδας
Από τη Φρυγία
…………………………….
Θα μοιραστούμε φύλλα, πέταλα, ουρανό,
Στον αφάνταστο αυτό κήπο
Κι αυτοί κι εγώ περαστικοί…
Κυρίες και κύριοι αγαπητοί φίλοι και φίλες, φιλτάτη Νίκη Μαραγκού. Είναι
πραγματικά δύσκολο να μιλήσεις για ένα βιβλίο λογοτεχνικό, και ιδιαίτερα, όταν
αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο από μία καταξιωμένη συγγραφέα και ακόμη πιο
δύσκολο όταν αυτό το βιβλιόπουλο, ναι γιατί το εν λόγω βιβλίο είναι κομψό ως
βιβλιόπουλο, για να θυμηθούμε τον Καρπασίτη μοναχό Ακάκιο του 17
ου
αιώνα,
αποτελεί δημιούργημα, έργο ενός ταλαντούχου, πολυτάλαντου για την ακρίβεια
ανθρώπου, ναι γιατί η Ν. Μαραγκού είναι μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος,
ποιήτρια, ζωγράφος, παραμυθού, έχει εκδώσει παραμύθια, τεχνήτρα της μαγειρικής,
πολυσχιδής προσωπικότητα δηλαδή και επιπλέον ένας άνθρωπος με τον οποίο τα
τελευταία χρόνια, ποιητική αδεία θα έλεγα, οι διαδρομές μας συναντήθηκαν.
Ξεκίνησα με ένα ποίημα της Νίκης Μαραγκού και βέβαια όχι τυχαία, αλλά για
αρκετούς λόγους , όχι μόνο γιατί λατρεύω την ποίηση και γράφω ποίηση, αλλά και
θέλω να ονομάζομαι ποιήτρια, όχι μόνο γιατί το ποίημα αυτό αποτελεί τον επίλογο
ενός σαγηνευτικού διηγήματος του βιβλίου, που παρουσιάζουμε σήμερα, με τον
τίτλο Nicosienses, αλλά και για έναν ακόμη λόγο για να αισθανθώ και τη γεύση μαζί
με σας της ποίησης της Νίκης Μαραγκού και όχι μόνο τον πεζό λόγο της, γιατί η
ίδια δεν είναι μόνο θαυμαστή πεζογράφος, όπως ήδη προανέφερα, αλλά και
αισθαντική ποιήτρια.
Η συλλογή διηγημάτων της Νίκης Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, έκδοση
2007, είναι μια καλαίσθητη έκδοση όπως όλα τα βιβλία των εκδόσεων Μελάνι, και το
εξώφυλλό του αποτελεί λεπτομέρεια από την Μόνα Λίζα του Λεονάρδο Ντα Βίντσι,
ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν έφθασε ποτέ στην Κύπρο,(φωτογραφία της Άννας
1Μαραγκού, αδελφής της συγγραφέως εξίσου ισχυρής προσωπικότητας στα
πολιτιστικά και όχι μόνον δρώμενα του τόπου). Η ηδυπάθεια του εξωφύλλου έχω την
άποψη ότι ενδυναμώνεται προς την ίδια κατεύθυνση με τον τίτλο του βιβλίου Ο
δαίμων της πορνείας, που παραπέμπει ως γνωστό στον χρονογράφο μας, τον
ανεπανάληπτο και μέγα ποιητή, κατά την ταπεινή μου άποψη, Λεόντιο Μαχαιρά και
στον σπουδαιότερο βασιλιά της δυναστείας των Λουζινιάν, που κυριάρχησαν στην
Κύπρο σχεδόν τρεις αιώνες, τον ρήγα της Ανατολής και βασιλιά της Δύσης, τον ιδρυτή
του Τάγματος του Ξίφους, τον ερωτομανέστατο Πέτρο Α’.
Το βιβλίο συνολικά περιλαμβάνει 17 διηγήματα και εάν εξαιρέσουμε 3 ή και 4
από αυτά όλα τα άλλα είναι υφασμένα στον κυπριακό χώρο. Εδώ που γεννήθηκε και
μεγάλωσε η συγγραφέας, εδώ που ακατάπαυστα σπουδάζει κάθε μέρα την κυπριακή
ψυχή, και την πατριδογνωσία του χώρου της περίκλυστης Κύπρου, αυτό το
ανεξάντλητο πολιτισμικό πεδίο. Η ιστορία, η παράδοση, οι απλοϊκές κουβέντες, οι
μνήμες των κατεχομένων, οι λαϊκοί άνθρωποι, τα ήθη και τα έθιμα, τα παραμύθια και
ότ,ι έχει σχέση με τα έργα και τις ημέρες των Κυπρίων αποτελούν τις κλωστές με
άλλοτε έντονα και άλλοτε με απαλά χρώματα με τις οποίες η συγγραφέας υφαίνει τα
πεζογραφήματά της. Η ακατάπαυστη εμμονή της άλλωστε στο γενέθλιο χώρο
δηλώνεται απερίφραστα από την ίδια όταν μιλά για τη Λευκωσία στο διήγημα
Nicosienses. Ας ακούσουμε την συγγραφέα, γιατί είμαι βέβαιη πως όλοι εδώ
πορευόμαστε στην ίδια κατεύθυνση, ως προς την αγάπη στην πατρίδα, και εγώ
απροκάλυπτα της κλείνω το μάτι με νόημα συνυπογράφοντας τα όσα λέει.
Είναι η παλιά η πόλη που με καθορίζει και η αίσθηση της ιστορίας που κουβαλά μαζί
του κάθε χορταριασμένος τοίχος. Εκεί έχω και την αίσθηση της γεωγραφικής
τοποθέτησης της Λευκωσίας προς την Ανατολή. Κι όσο περνούν τα χρόνια, εγώ που
υπήρξα παθιασμένη ταξιδιώτισσα δεν αισθάνομαι την ανάγκη να φεύγω. Είναι ώρες
που μου φαίνεται ότι όλος ο κόσμος έχει περιοριστεί στον κήπο μου…
Διαβάζοντας τα διηγήματα της Νίκης Μαραγκού σκέφτομαι αντιγράφοντας την
ίδια ότι η Κύπρος είναι τόπος για κέντημα, όπως γράφει στο εναρκτήριο διήγημα του
βιβλίου με τον τίτλο Στο Κάβο Γκρέκο, όπου μας ταξιδεύει στα εργόχειρα του
Λευκονοίκου και στις αθάνατες κεντήτρες ή κεντήτριες της Κύπρου. Όμως το
κέντημα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά επίπονη και δύσκολη, όπως θα έγραφε και ο
ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, πρόκειται δηλαδή για:… Δύσκολη άσκηση ακροβασία
περίτεχνη. Εξάλλου η συγγραφέας υπενθυμίζει και ας το έχουμε κατά νουν σε όλες
τις περιπτώσεις του επίγειου βίου:… Το θέμα είναι να μην σου φύγει ο πόντος…
Θα’ θελα να σταθώ στο δεύτερο διήγημα με τον τίτλο Nicosienses. Εδώ
μπλέκεται η ιστορία της μεσαιωνικής πόλης με τις παιδικές και εφηβικές μνήμες της
συγγραφέως. Την παρακολουθούμε λοιπόν να ψωνίζει με τη μητέρα της στην αγορά,
κοντά στην Αγία Σοφία, ή την ατενίζουμε να ζει επικινδύνως ερωτευμένη και
σκαρφαλωμένη στα άνω διαζώματα της Αγίας Σοφίας και άλλοτε να εξερευνά την
πόλη με το ποδήλατό της. Παράλληλα σκιαγραφεί την πρωτεύουσα μετά το 1963 και
το 1974, όμως στο διήγημα είναι έντονες οι μνείες για τις εκκλησίες και τα
μεσαιωνικά μνημεία της Φωτολάμπουσας ή Φωτολαμπούς, κατά τον Αρχιμανδρίτη
Κυπριανό, μία ονομασία της Λευκωσίας, η οποία προφανώς θα αποτελεί μετάφραση
της ονομασίας Λευκοθέα. Ως ιστορικός που μελετά χρόνια την ιστορία της
πρωτεύουσας και μάλιστα μέσα από αρχειακό υλικό δεν κρύβω πόσο με σαγήνευσε
το εν λόγω διήγημα.
Κατά την ταπεινή μου άποψη το διήγημα Δι’ εσόπτρου ίσως να είναι το
καλύτερο της συλλογής, ή ακριβέστερα είναι το διήγημα που με συγκίνησε
2περισσότερο αφού τελειώνοντάς το, αισθάνθηκα τα μάτια μου βουρκωμένα.
Πρόκειται για την ιστορία, την πραγματική ιστορία ενός αξιοπρεπούς πρόσφυγα
τσαγκάρη από το χωριό Βατυλή της Μεσαορίας, της Στεφανοβατυλής, όπως
μνημονεύεται σε βενετική πηγή, που εγκαταστάθηκε στην εντός των τειχών
Λευκωσία και με υποτυπώδη μέσα προσπαθούσε να στήσει την τέχνη του και να
ζήσει. Πάνω απ’ όλα όμως η μόνη του έγνοια ήταν ο γενέθλιος χώρος η Βατυλή, γι’
αυτό κατέγραψε τα τοπωνύμια ανελλιπώς του χωριού του και ταυτόχρονα τα
περιέγραψε δίνοντας μάλιστα για τα περισσότερα και επεξηγήσεις, για τις ονομασίες
τους. Ενώ στο τέλος δίνει πολύ σύντομα όσες πληροφορίες γνώριζε για το χωριό του
με τον τίτλο: Η ταυτότητα του χωριού. Το 1986 μάλιστα ο Σπύρος Σκαρπάρης, έτσι
ονομαζόταν, φρόντισε να τυπώσει τα παραπάνω για να μην ξεχάσει την αγαπημένη
Βατυλή. Ενώ η πεζογράφος Νίκη Μαραγκού που διασώζει, ευτυχώς, την ιστορία του
Σπύρου Σκαρπάρη, το 1991 έγραφε: Το δωμάτιο είχε πια σκοτεινιάσει. Στον καθρέφτη
έβλεπα να σχηματίζονται μία μία οι κοιλάδες, τα υψώματα και τα χωράφια της
Βατυλής. Ήλιοι χρυσοί στόλιζαν τα Βασιλικά, τον Άγιο Φώτη, τις Στέρνες, την Κορώνη.
Κι εγώ μετά την ανάγνωση του διηγήματος θυμήθηκα τον παπά- Γεώργιο της
Βατυλής, που μεταβαίνει στη Βενετία μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους
Τούρκους, το 1570, όπου εκεί διέπρεψε ως έμπορος βαμβακιού. Το σημαντικότερο
όμως είναι ότι ο παπά-Γεώργιος υπήρξε δωρητής μιας φορητής εικόνας, με τη
Θεοτόκο ανάμεσα στους Αγίους Νικόλαο και Γεώργιο, που φιλοτεχνήθηκε στη
Βενετία και εστάλη στον Άγιο Γεώργιο Βατυλής και σήμερα βρίσκεται στην
Πινακοθήκη της Αρχιεπισκοπής. Έργο παρακαλώ του σπουδαίου Κρητικού
ζωγράφου Εμμανουήλ Τζανφουρνάρη. Βίοι παράλληλοι λοιπόν με μεγάλη χρονική
απόσταση…Να λοιπόν πώς γράφεται η ιστορία, ή μάλλον πως διασώζεται η
ιστορία, μέσα από την πεζογραφία, όπως αυτή της Νίκης Μαραγκού.
Βέβαια ούτε η Αμμόχωστος δεν μπορούσε να λείπει από τη διήγηση της
συγγραφέως, ούτε και η θάλασσα. Όπως η ίδια διατείνεται, Ψεύτικη μοιάζει η ζωή
μακριά από τη θάλασσα. Πολλά κουβαλά η μνήμη της από τα όσα έζησε στις ακτές
της κατεχόμενης πόλης, όμως το μεγαλείο της θάλασσας, όπως επιβεβαιώνει η ίδια,
το έζησε αλλού. Πού αλλού; Στην Καρπασία…στην Αφέντρικα, στον Άγιο Φίλωνα, τι
μέρες, τι ψαρέματα, σημειώνει. Ενώ αλλού γράφει: Ο ήλιος έγερνε και η βασιλική του
Αγίου Φίλωνα έπαιρνε φωτιά… για να κάνει αναφορά παρακάτω στις μαύρες μέρες
που έρχονταν του Ιουλίου του 1974.
Όπως αντιλαμβάνεστε κυρίες και κύριοι έχω σχολιάσει απλώς και μόνον
αποσπάσματα από κάποια διηγήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο, γι’ αυτό ίσως
μόνο μια γεύση μπορώ να σας μεταφέρω από τον πεζό λόγο της Νίκης Μαραγκού.
Θα μπορούσα όμως να διαβεβαιώσω τον αναγνώστη πως το βιβλίο αυτό περιέχει
έντονα τα χρώματα και τα αρώματα του κυπριακού χώρου και ό,τι άλλο σχετίζεται
με αυτό το χώρο.
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης σε κάποιο ποίημά του αποφαίνεται:
Χώρα μου, χώρα μου
Χώρα μου η μοίρα σου
είναι και δική μου μοίρα…
Φαίνεται λοιπόν καθαρά μέσα από το έργο της Νίκης Μαραγκού ότι και η δική της
μοίρα αναπόφευκτα είναι ταυτισμένη με αυτήν της πατρίδας της, της Κύπρου.
Σκέφτομαι, τέλος, πως η λογοτεχνία η οποία έχει ως έρεισμα τις ρίζες του γενέθλιου
χώρου δεν υπάρχει περίπτωση να χαθεί, αλλά αντίθετα όχι απλώς θα επιβιώσει αλλά
34
θα ζήσει. Και τα διηγήματα της Νίκης Μαραγκού είναι βέβαιο πως κατατάσσονται
στην προαναφερόμενη ομάδα.
…Και τέλος από τον κήπο και πάλι της πεζογράφου, μάλλον όχι, ετούτη τη
φορά από τον κήπο της ποιήτριας Νίκης Μαραγκού…:
Θα μοιραστούμε φύλλα, πέταλα, ουρανό
Στον αφάνταστο αυτό κήπο
Κι αυτοί κι εγώ (κι εσείς ) περαστικοί…