Navigate / search

ΘΑΛΑΣΣΑ

Την πρωτοείδα από τα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού, ίσως πριν αρχίσω να μιλώ. Το δωμάτιο μας έβγαινε σε μια ταράτσα όπου κάθονταν οι γυναίκες και έλεγαν το φλυντζάνι τα απογεύματα, όταν τέλειωνε η δουλειά στη κλινική. Από την ταράτσα, γωνία Θέμιδος και Ιφιγενείας στη Λεμεσό, ξεκινούσαν τα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού. Ανέβαινα στα κεραμίδια και έβλεπα τη θάλασσα και τα καράβια με τις ώρες. Μετά ερχόταν ο Πέτρος και μας έπαιρνε περίπατο με την άμαξα στην παραλία.
Τα βράδια άκουγα τα κύματα να κτυπούν πάνω στους πασσάλους στο Ακταίον, ο ήχος της θάλασσας μπλεκόταν με τα τραγούδια της Βέμπο ή με μουσική τζαζ που έγινε ξαφνικά της μόδας. Κάποια βράδια το Ακταίον πρόσφερε και παραστάσεις ταχυδακτυλουργών. Πίσω από τα καπέλα με τους λαγούς περνούσαν τα καράβια. Τα μαγιό ήταν τότε μάλλινα και κολλούσαν στο σώμα χωρίς να στεγνώνουν. Τα πρωινά μας έπαιρνε η Αντιγόνη στη παραλία να παίξουμε στην άμμο. Από τα χωριά κατέβαινε ο κόσμος να πουλήσει πραμάτειες και να δει τον Αη Γιαλό.
Στην Αμμόχωστο στην παράγκα του παππού ο άμμος εισχωρούσε παντού και το σκουριασμένο ντουζ έσταζε ανάμεσα στις αροδάφνες. Το βράδυ περπατούσα στην άμμο προσπαθώντας να ξεφύγω από τη γραμμή του φεγγαριού μέσα στη θάλασσα που τέλειωνε πάντα στα πόδια μου. Το πρωί ψάχναμε τις τρύπες των καβουριών. Βάζαμε μέσα στεγνό άμμο και σκάβοντας φτάναμε στον κάβουρα που έτρεχε λοξά προς τη θάλασσα. Τα χέρια μας πάνιαζαν μες το νερό. Βγαίναμε μόνο για να φάμε. Μαζεύαμε πεταλίνες, κόκκαλα της σουπιάς, κομμάτια μωσαικών και αγγείων από τη θάλασσα της Σαλαμίνας και παίζαμε αρχαιολόγους. Τις νύχτες του κατακλυσμού περνούσαν καράβια με φώτα και μουσική. Οι άλλοι έμεναν μέσα και έβλεπαν το Πέιτον Πλείς. Εγώ καθόμουν έξω στη θάλασσα και χάζευα τα αστέρια, τη χρυσή γραμμή του φεγγαριού.
Έβγαινε πρώτη η Κασσιοπία και τα χαράματα όποτε τύχαινε να ξυπνήσω σηκωνόμουν να δω τον Ωρίωνα που έβγαινε ξαπλωτός και μεγαλόπρεπος μέσα από τη θάλασσα με το σπαθί του και τα δύο άστρα στη θέση των ώμων. Ο θείος που είχε άδεια με έπαιρνε μαζί του στο λιμάνι, ανεβαίναμε στα καράβια κι έβλεπα από κει τα τείχη της Αμμοχώστου την πόρτα της θάλασσας. Περνούσαμε από το λιοντάρι και με κερνούσε γλυκό στον Αη Νικόλα. Την αίσθηση αυτή του λιμανιού και της θάλασσας μόνο στους πίνακες του Πωλ Γεωργίου την ξανάβρηκα.
Τα μεσημέρια που κοιμόντουσαν οι γονείς κολυμπούσαμε μέχρι την καμήλα. Ένας βράχος βαθειά στον κόλπο της Αμμοχώστου που είχε σχήμα καμήλας μέχρι που τον βομβάρδισαν οι Γερμανοί στον πόλεμο. Η καμήλα και οι σχεδίες ήταν οι τόποι συνάντησης, οι «δισκοθήκες» της εποχής. Κάτω από τα βαρέλια υπήρχε ένας πρώτης τάξεως κρυψώνας. Τολίκνισμα της σχεδίας, τα τραγούδια από το τζούκ μποξ του Αλάσια, ο υπόκωφος ήχος της θάλασσας που κτυπούσε πάνω στα βαρέλια της
σχεδίας, τα φέρνω στο μυαλό μου σαν επίκληση. Τίποτα δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί τη χαρά που ένοιωσα όταν απέκτησα κανό. Χανόμουν μες τις θάλασσες. Απεγνωσμένα με έψαχνε ο πατέρας με τα κιάλια από τη βεράντα του σπιτιού μας. Είχα φύγει. Ξαπλωμένη πάνω στο κανό, το κουπί δίπλα άφηνα να με παρασέρνει εκεί και εδώ το κύμα. Η μάσκα με μετέφερε σε ένα άλλο κόσμο, στον υδρόβιο κόσμο. Οι κινήσεις των ψαριών άλλοτε γρήγορες άλλοτε απαλές ανάλογα με την εποχή. Το μπαρμπούνι και ο ορφός κρύβεται, ο γύλος παίζει, πιάναμε μια μεταλική κούπα, δέναμε γύρω γύρω ένα άσπρο ρούχο, του βγάζαμε μια τρύπα που την αλείφαμε με αλευροχυλό. Και πιάναμε ψάρια.
Πίσω από το σπίτι μας ήταν η παράγκα του ψαρά του Αντώνη. Μια αληθινή παράγκα με γλάστρες με βασιλικά, με γάτους, με πολλά παιδιά. Αυτή και η παράγκα του παππού καθόρισαν το δικό μου «όνειρο ζωής». Μια παράγκα πάνω στο κύμα. Μια αληθινή όμως παράγκα με ξύλα ξασπρισμένα από τη θάλασσα, με ένα τραπέζι φθαρμένο από την αλμύρα, όπου να ακουμπώ τον υπολογιστή μου. Να ακουμπώ το ποτήρι και να χαίρομαι για το σημάδι που αφήνει. Να κοιτάζω τα καράβια να περνούν. Στα ταξίδια στο Αιγαίο, στις Μικρασιατικές ακτές, κοιτώ πάντα όλα αυτά τα σπίτια, όλο αυτόν τον κόσμο που ανοίγει κάθε πρωί το παράθυρο του και βλέπει τη θάλασσα. Και είναι το μόνο πράγμα που έχω ζηλέψει στη ζωή μου. Αυτοί που έζησαν τη ζωή της παραθαλάσσιας πόλης, δεν ζουν αληθινά χωρίς αυτή. Ψεύτικη μοιάζει η ζωή μακριά από τη θάλασσα. Τα κεντράκια πάνω στο νερό, οι απογευματινοί περίπατοι, το κτύπημα του χταποδιού στους βράχους, η αρμύρα στο δέρμα, η νύχτα στη θάλασσα, να κοιμάσαι και να ακούς τη θάλασσα. Την ήμερη, σα λάδι θάλασσα, την άγρια θάλασσα, τα τεράστια κύματα.
Στα χρόνια των σπουδών μου και μετά ταξίδεψα πολύ. Είδα πράγματα και θάματα. Πουθενά όμως δε συνάντησα μέρος ομορφότερο από τη θάλασσα του Αιγαίου και τις Μικρασιατικές ακτές. Έχω καταλήξει στο ανοικτό καραβάκι που διασχίζει το Αιγαίο πέλαγος. Όχι το δελφίνι, ή το κλειστό καράβι, αλλά στο καράβι της γραμμής που πάει από νησί σε νησί. Βυθίζεσαι μέσα σε ένα απέραντο γαλάζιο, σε τυλίγει η δροσιά της θάλασσας, κάπου κάπου σε βρέχει το κύμα και πάντα στον ορίζονται είναι ορατή κάποια στεριά. Αυτό κάνει το Αιγαίο τόσο θελκτικό. Υπάρχει πάντα μια στεριά, πάντα ένας προορισμός. Αυτό νομίζω δημιούργησε την περιέργεια στον Έλληνα, να πάει απέναντι να δει τι υπάρχει, τον έκανε ναυτικό, τον έκανε να στήσει στόλους που να διασχίζουν τις θάλασσες.
Είχα την εύνοια της τύχης να ζήσω για ένα χρόνο στο Καρπάσι πριν την εισβολή. Ένα μέρος μαγικό που δεν είχε ακόμα αγγίξει ο πολιτισμός. Ο κάθε άνθρωπος εκεί ήταν ψαράς, κυνηγός, είχε τα ζώα του και τα γεννήματα του. Κι όλος ο χρόνος ήταν μια γιορτή. Εκεί έζησα τομεγαλείο της θάλασσας, στην Αφέντρικα, στον Αγιο Φίλωνα τι μέρες, τι ψαρέματα, είχαμε πιάσει ένα μεγάλο ορφό και ο ταβερνιάρης είχε κάνει ψαρόσουπα. Είχαμε αυτή την ωραία κούραση στο σώμα του ήλιου και της θάλασσας, δέρματα ηλιοκαμένα, μαλλιά και σώματα με το αλάτι της θάλασσας. Αρτύζαμε το ψάρι με αλάτι από τους βράχους. Ο ήλιος έγερνε και η βασιλική του Αη Φίλωνα έπαιρνε φωτιά. Το ψάρι ήταν έκτακτο. Κάτι αξιωματικοί στο διπλανό τραπέζι μιλούσαν για φασαρίες. Ήταν 14 Ιούλη 1974.

Leave a comment

name*

email* (not published)

website

twelve − 10 =