Η μοίρα των ακραιφνών – τα νεα 12.5.2007
Της Μικέλας Χαρτουλάρη mxart@dolnet.gr
Εμπειρίκος-Χατζημιχάλης,Ακριθάκης-Μαραγκού. Δύο βιβλιαράκια-εκδοτικά κοσμήματα με απρόσμενο ενδιαφέρον και πολλές αντιστοιχίες. Εδώ, ένας ποιητής και πεζογράφος εμπνέει έναν ζωγράφο. Εκεί, ένας ζωγράφος εμπνέει μια ποιήτρια και πεζογράφο. Ο Γιώργος Χατζημιχάλης «διαβάζει» εικαστικά ένα εμβληματικό πεζό ποίημα, και η Νίκη Μαραγκού «αφηγείται» φωτογραφικά την καθημερινότητα ενός εμβληματικού καλλιτέχνη. Καρπός της πρώτης «συνάντησης», 64 εικόνες, μικρά, τετράγωνα ακρυλικά και λάδια πάνω σε ξύλο, που παρακολουθούν καρέ-καρέ τις συμβολικές λέξεις του Εμπειρίκου, και συνθέτουν ένα έργο στενό και μακρύ, σαν το φιλμ των οραμάτων του ποιητή. Μπορεί κανείς να το δει εκτεθειμένο στο Βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (Αμερικής 13) αλλά και σε μορφή μικρόσχημου βιβλίου με τίτλο «Ο δρόμος» του Ανδρέα Εμπειρίκου(Άγρα). Καρπός της δεύτερης «συνάντησης», 23 μαυρόασπρες φωτογραφίες-ντοκουμέντα του 29χρονου (τότε) Ακριθάκη στο σπίτιατελιέ του στο Βερολίνο τού 1968, δεμένες με τη μαρτυρία μιας περιπλάνησής του το 1983, στα 44 του πια, με έναν φίλο του οργανοπαίκτη που μοιρολογούσε τη μάνα του. Αυτά, στο δίγλωσσο Μια νύχτα με τον Αλέξη Ακριθάκη (Το Ροδακιό). Συνεχίζοντας το παιχνίδι των αντιστοιχιών, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το βιβλιαράκι της Μαραγκού διασώζει το πιο τίμιο, τη μορφή του καλλιτέχνη, ενώ εκείνο του Χατζημιχάλη, αποτυπώνει τη δύσκολη πορεία του. Κι εδώ είναι που αλληλοσυμπληρώνονται και συνομιλούν τα δύο βιβλία, καθώς ο Εμπειρίκος δοξάζει τους ταγμένους δημιουργούς, «αγκαλιάζοντας» συνεπώς και τον φλεγόμενο Ακριθάκη, όταν γράφει στο τέλος του ποιήματός του: «…Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ (…) και μαλακώνει (…) μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων Πάντων».
Ο «Δρόμος» είναι ένα ποίημα εμβληματικό. Μιλά για το πεπρωμένο όλων των ποιητών και μαζί για το πεπρωμένο του συγγραφέα του. Μ΄ αυτό το ποίημα που ο Εμπειρίκος γράφει το 1964, στα 61 του, τελειώνει η «αιχμαλωσία» του στην αιχμαλωσία. Είναι δηλαδή ένα κείμενο κάθαρσης που παραπέμπει στη σύλληψή του από την ΟΠΛΑ το 1944 και στην ομηρεία του, ίσως και στην εικονική του εκτέλεση, στα Κρώρα στο πλαίσιο των αντεκδικήσεων που αποφάσισε η ηγεσία του ΚΚΕ μετά τα Δεκεμβριανά, εναντίον όχι μόνον εκείνων που ήσαν ή θεωρήθηκαν δωσίλογοι και «αντιδραστικοί», αλλά και εναντίον της παλιάς αριστερής αντιπολίτευσης στο ΚΚΕ. Ο ποιητής δραπέτευσε, όπως είναι γνωστό, και έφτασε με τα πόδια, ερείπιο, στην Αθήνα. Τώρα όμως, όπως μου επεσήμανε και ο μελετητής του Σάββας Μιχαήλ, βλέπει την εμπειρία του αυτή σαν τη μοίρα του Ποιητή, που «ο δρόμος του αν και από παντού περνά- Αθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Μπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Μάντρε Οριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, (…)- δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής». Κάνει λοιπόν, νηφάλιος πια το 1964, μια παραβολή της περιπέτειάς του με τη σφαγή στο Δήλεσι το 1870. Τότε ο θρυλικός λήσταρχος Τάκος Αρβανιτάκης είχε συλλάβει έναν Άγγλο λόρδο και τη συνοδεία του, με αποτέλεσμα να κατασυκοφαντηθεί η Ελλάδα στην Ευρώπη, όπως έμελλε να κατασυκοφαντηθεί η ΕΑΜική Αντίσταση από τις ενέργειες της ΟΠΛΑ… Ο Εμπειρίκος μιλά για «παλληκάρια που μοιάζανε του Οδυσσέα Ανδρούτσου» και που αντιμετώπιζαν τους ταξιδιώτες «σαν νάταν στρατιώται του Κιοσέ Μεχμέτ ή του Ομέρ Βρυώνη». Κάτι που πάλι παραπέμπει στο τραύμα της αιχμαλωσίας του, όταν, ενώ κι εκείνος πίστευε στο επαναστατικό ιδεώδες, τον είδαν σαν ταξικό εχθρό. Ωστόσο έχει πια μεσολαβήσει η γραφή του ερωτογραφήματος Μέγας Ανατολικός, έχουν μεσολαβήσει και τα κινήματα ριζοσπαστικοποίησης του ΄60, οπότε επιστρέφουν και ξαναστεριώνουν τα απωθημένα οράματά του για έναν απελευθερωμένο ερωτικό και ποιητικό κόσμο (όπως αναπτύσσεται στη συλλογή Οκτάνα όπου θα ενταχθεί και ο Δρόμος ). Γι΄ αυτό και το ποίημα τελειώνει με έναν αναστάσιμο τρόπο. Όλα αυτά τα αισθανόμαστε στις αφαιρετικές και δυνατές εικόνες του Χατζημιχάλη, όπου κυριαρχούν τα μπλε, λευκά και κόκκινα χρώματα της Γαλλικής Επανάστασης και αντανακλάται ο διάλογος της σύγχρονης τέχνης με την παράδοση. Εικόνες ακαριαίες σαν φλασιές, που παρακολουθούν και αποτυπώνουν τα τοπωνύμια και τα ονόματα του ποιήματος- εδώ ο Άγνωστος ποιητής, εκεί ο Ανδρούτσος με τα πύρινα μάτια ή ο Αρβανιτάκης σαν διαφανής σε ένα σύννεφο, πιο πέρα ένας εκτελεσμένος, ένας κόκκινος πίνακας για τη σφαγή, και ένας γκρίζος που κοχλάζει, για τους Άγιους Πάντες. Εμπνευσμένο!
«Ο Αλέξης καθόταν στο μεγάλο τραπέζι, τραπέζι ξυλουργείου, κάπνιζε, κοίταγε τη λίμνη και ζωγράφιζε λες και αυτό γινόταν χωρίς δική του ανάμειξη, τσίκι τσίκι γέμιζε τις επιφάνειες», γράφει απ΄ την πλευρά της η Κύπρια Νίκη Μαραγκού. Κι εμείς βλέπουμε τον Ακριθάκη πριν αφεθεί στις καταχρήσεις που τον σκότωσαν, άντρα εκπληκτικής ομορφιάς, ονειροπόλο, στοχαστικό και αφοσιωμένο, σαν ενσάρκωση της έννοιας του ταλέντου. Αποκαλυπτικό!